-
1 шляпа
шляпа ж το καπέλο; надеть (снять) \шляпау βάζω (βγάζω) το καπέλο μου* * *жτο καπέλοнаде́ть (снять) шля́пу — βάζω (βγάζω) το καπέλο μου
См. также в других словарях:
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek